δύναμις Gal.10.887
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυητικός — ή, όν, Α [πύησις] αυτός που προκαλεί διαπύηση … Dictionary of Greek
πυητικῆς — πυητικός of suppuration fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)